στυπτηριακὸν

στυπτηριακὸν
στυπτηρ-ιᾰκὸν δέρμα,=
A aluta, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στυπτηριακός — ή, ό, Ν, και μόνον ο τ. τού ουδ. στυπτηριακόν Α [στυπτηρία] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στυπτηρία αρχ. φρ. «στυπτηριακὸν δέρμα» κατεργασμένο δέρμα, βύρσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”